Λόγια Κοσμά του Αιτωλού:
«Όχι, όχι, δεν είσθε
όντα κατώτερα ούτε σεις, ούτε αι γυναίκαι σας, ούτε τα παιδιά σας. Είσθε τέκνα
του Θεού. Επλάσθητε δια τα μεγάλα και υψηλά. Η ψυχή και του ταπεινοτέρου
ανθρώπου προώρισται δια της πίστεως, του αγίου βαπτίσματος και των λοιπών
μυστηρίων και των αγαθών έργων να λάμψη, ως ο ήλιος, υπέρ τον ήλιον, να γίνη
νύμφη Χριστού».
«Εγώ εδιάβασα πολλά περί Εβραίων, ασεβών, αιρετικών και
άθεων. Τα βάθη της σοφίας ηρεύνησα. Όλες οι πίστες είνε ψεύτικες. Τούτο
εκατάλαβα αληθινά· μόνο η πίστις των
Ορθοδόξων είνε καλή και αγία, το να πιστεύωμεν και να βαπτιζόμεθα εις το
όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος… Τούτο σας λέγω εις το
τέλος· να ευφραίνεσθε όπου είσθε Ορθόδοξοι χριστιανοί, και να κλαίετε δια τους
ασεβείς και τους αιρετικούς όπου περιπατούν εις το σκότος».
«Αδελφέ! Συ που κάμνεις παιδιά, να τα παιδεύης και να τα
μανθάνης γράμματα και εξόχως Ελληνικά,
διότι η Εκκλησία μας είνε εις την Ελληνικήν γλώσσαν. Δεν σας λέγω περισσότερα,
διότι είσθε φρόνιμοι και γνωστικοί…».
«Ο Θεός μας έκανε με το κεφάλι ορθούς και μας έβαλε τον νουν
εις το επάνω μέρος δια να στοχαζώμεθα πάντα την ουράνιον βασιλείαν, την αληθινή
μας Πατρίδα. Όθεν, αδελφοί μου, σας διδάσκω και σας συμβουλέυω, πλην τολμώ
πάλιν και παρακαλώ τον γλυκύτατον Ιησούν Χριστόν, να στείλη ουρανόθεν την χάριν
του και την ευλογίαν του εις αυτήν την χώραν και όλους τους χριστιανούς, άνδρας
και γυναίκας, νέους και γέροντας, και τα έργα των χειρών σας· και πρώτον,
αδελφοί μου, άμποτε να σας ευσπλαγχνισθή και να συγχωρήση τας αμαρτίας σας και
να σας αξιώση να διέλθητε και εδώ καλήν και ειρηνικήν αυτήν την ματαίαν ζωήν
και μετά θάνατον εις τον Παράδεισον, εις την Πατρίδα μας την αληθινήν, να
χαιρόμεθα πάντοτε, να δοξάζωμεν και να προσκυνώμεν την Αγία Τριάδα εις αιώνας
αιώνων. Αμήν».
«Πόθεν παρεκινήθην, αδελφοί μου, θέλω να σας φανερώσω την
αιτίαν. Αναχωρών από την πατρίδα μου προ πενήντα ετών, επεριπάτησα τόπους
πολλούς, κάστρα, χώρας και χωρία, και μάλιστα εις την Κωνσταντινούπολιν, και
περισσότερον εκάθησα εις το Άγιον Όρος, δεκαεπτά χρόνους, και έκλαιον δια τας
αμαρτίας μου. Σιμά εις τα άπειρα χαρίσματα οπού μου εχάρισεν ο Κύριός μου, με
ηξίωσε και έμαθα ολίγα γράμματα Ελληνικά, έγινα και καλόγηρος. Μελετώντας το
άγιον και ιερόν Ευαγγέλιον εύρον μέσα πολλά και διάφορα νοήματα, τα οποία είνε
όλα μαργαριτάρια, διαμάντια, θησαυρός, πλούτος, χαρά, ευφροσύνη, ζωή αιώνιος.
Σιμά εις τα άλλα εύρον και τούτον τον λόγον οπού λέγει ο Χριστός μας, πως δεν
πρέπει κανένας χριστιανός, άνδρας ή γυναίκα, να φροντίζη δια τον εαυτόν του μόνον πώς θα σωθή, αλλά να φροντίζη και
δια τους αδελφούς του να μη κολασθούν. Ακούοντας και εγώ, αδελφοί μου, τούτον
τον γλυκύτατον λόγον οπού λέγει ο Χριστός μας, να φροντίζωμεν και δια τους
αδελφούς μας, μ’ έτρωγεν εκείνος ο λόγος μέσα εις την καρδίαν τόσους χρόνους,
ωσάν το σκουλήκι οπού τρώγει το ξύλον, τι να κάμω και εγώ στοχαζόμενος εις την
αμάθειάν μου. Εσυμβουλεύθηκα τους πνευματικούς μου πατέρας, αρχιερείς,
πατριάρχας, τους εφανέρωσα τον λογισμόν μου, ανίσως και είνε θεάρεστον τέτοιον
έργον να το μεταχειρισθώ, και όλοι με παρεκίνησαν να το κάμω, και μου είπον πως
τέτοιον έργον καλόν και άγιον είνε. Μάλιστα παρακινούμενος από τον Παναγιώτατον
κύριον Σωφρόνιον, Πατριάρχην και λαμβάνοντας τας αγίας του ευχάς, άφησα την
ιδικήν μου προκοπήν, το ιδικόν μου καλόν, και εβγήκα να περιπατώ από τόπον εις
τόπον και διδάσκω τους αδελφούς μου».
Πηγή: Κοσμάς ο Αιτωλός, επισκόπου Αυγουστίνου Ν. Καντιώτου,
Μητροπολίτου Φλωρίνης, Έκδοσις Ορθοδόξου Ιεραποστολικής Αδελφότητος «ο
Σταυρός», Αθήναι 1990, σ.σ. 22-24, 103-105.