Κατά το έτος 1651 υπήρχον εν τη Μονή Ιβήρων 365 μοναχοί, οι
οποίοι, στενοχωρούμενοι οικονομικώς, παρεκάλουν την Παναγίαν Πορταϊτισσαν, να
λάβη Εκείνη πρόνοιαν δια την συντήρησίν των, ως φιλόστοργος μήτηρ και ως μόνη
προστάτις της Μονής. Η δε Δέσποινα ωσάν να είπε, «σεις φροντίσατε δια τας ψυχάς
σας και εγώ είμαι ετοίμη εις βοήθειαν δια τας υλικάς σας ανάγκας», έσπευσε να
εξεύρη μοναστηριακούς πόρους, από πού; Από αυτόν τον Αυτοκράτορα της κραταιάς
Ρωσσίας Αλέξιον Μιχαήλοβιτς. Και με ποίον τρόπον; Με το ακόλουθον χαριτωμένο
θαύμα:
Η κόρη του Αυτοκράτορος ασθενεί βαρέως. Έχει πάθει παράλυσιν
των ποδών και κατά την γνώμιν των επιφανεστέρων ιατρών έχει καταδικασθή να
μείνη δια παντός παράλυτος, διότι η νόσος είναι τελείως ανίατος. Εκ τούτου
θλίψις άφατος εις τους υψηλούς γονείς αυτής και θρήνος ακατάπαυστος υπό της
ασθενούς κόρης. Αλλ’ ακριβώς εις το αποκορύφωμα της απελπισίας ταύτης
καταφθάνει άλλος Ιατρός, μία πάγκαλος και ηλιόμορφος Βασίλισσα, ήτις,
παρουσιασθείσα εις την πάσχουσαν καθ’ ύπνον, δίδει εις αυτήν θάρρος, υπόσχεται
θεραπείαν πλήρη και ταυτοχρόνως λέγει μετά γλυκυτάτης φωνής· «να ειπής εις τον πατέρα σου να φέρη την
Εικόνα μου Πορταϊτισσαν από την Μονήν Ιβήρων». Την πρωϊαν εξέρχεται τάχιστα
έκτακτος αποστολή ως πρεσβεία προς τον Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως
Ιωαννίκιον, όστις διατάσσει επειγόντως τους Ιβηρίτας Πατέρας να συμμορφωθούν
πάραυτα προς την επιθυμίαν του ευσεβεστάτου τσάρου, μόνου προστάτου όλης της
Ορθοδοξίας, και να μεταφέρουν την Εικόνα της Πορταϊτίσσης παρά την κλίνην της
πριγκιπίσσης. Οι μοναχοί όμως επί τω ακούσματι μένουν κατάπληκτοι, ανένδοτοι,
φοβούνται ότι δεν θα επανέλθη εκ Ρωσσίας η Θεία Πορταϊτισσα και, συσκεπτόμενοι
επί ημέρας περί του ζητήματος, διχάζονται, διαπληκτίζονται, εν τέλει δε
καταλήγουν ομοφώνως εις την απόφασιν να μη αποστείλουν την ιδίαν Εικόνα, αλλά
πιστόν αντίτυπον αυτής.
Την νέαν Εικόνα ταύτην ανέθεσαν να ζωγραφίση ο ενάρετος
εικονογράφος Ιερομόναχος Ιάμβλιχος, αφού πρωτίστως άπαντες οι πατέρες ετέλεσαν
αγρυπνίαν και μέγαν αγιασμόν, δια του οποίου πρώτον έπλυναν την πρωτότυπον
Εικόνα και έπειτα την εκ κυπαρίσσου σανίδα, επί της οποίας θα ιστορείτο η νέα. Ταυτοχρόνως
παρέδωκαν εις τον ζωγράφον διάφορα άγια λείψανα, άτινα κονιοποιηθέντα ανέμιξαν
εις τα χρώματα και συνέστησαν εις αυτόν να εργάζηται νηστεύων. Κατά Σάββατον δε
και Κυριακήν ετελείτο υφ’ ολοκλήρου της αδελφότητος ολονύκτιος αγρυπνία.
Συντελεσθείσης ούτω της αντιγραφής απεστάλη αύτη ως Πορταϊτισσα εις Ρωσσίαν,
δια των Αρχιμανδριτών Παχωμίου, Κορνηλίου, Ιγνατίου και Δαμασκηνού, συνοδευθέντων
κατά την αναχώρησιν μέχρι τινός, εν είδει λιτανείας, παρά πάντων των πατέρων,
οίτινες μετά δακρύων ικέτευον την Θεομήτωρα να δείξη την δύναμίν της εκεί όπου
την αποστέλλουν, δια να μη καταισχυνθή η Μονή της.
Την ημέραν, καθ’ ην θα έφθανεν η συνοδεύουσα την σεπτή
Εικόνα επιτροπή εις Μόσχαν, η πόλις από πρωϊας είχεν εκκενωθή και ο λαός της
πρωτευούσης, με επικεφαλής το Αυτοκρατορικόν ζεύγος και τον Πατριάρχην Νίκωνα,
είχεν εξέλθει προς υποδοχήν, αναμενόντων πάντων εν νηστεία. Η ασθενής
πριγκίπισσα, αγνοούσα τα συμβαίνοντα, ζητεί εις μίαν στιγμήν την μητέρα της,
οπότε παρά της θαλαμηπόλου ακούει: «σήμερον
έρχεται η Πορταϊτισσα να σε θεραπεύση και όλοι μετά της μητρός σου ευρίσκονται
έξω προς προϋπάντησιν αυτής». «Τι;
- λέγει – έρχεται η Παναγία και εμέ με
άφησαν;» Και ταυτοχρόνως πηδά από την κλίνην, ευρίσκεται ορθία, ενδύεται
τάχιστα και θυμωμένη, διαμαρτυρομένη, κατέρχεται την κλίμακα. Τρέχει ολοταχώς
εις τας οδούς της πόλεως, ευρίσκει το αναμένον πλήθος, συναντά τους γονείς
αυτής και παραπονουμένη ερωτά, διατί δεν παρέλαβον και αυτήν; Αλλ’ ουδείς
δύναται ν’ αρθρώση λέξιν από τους λυγμούς και τον κλαυθμόν. Ήτο στιγμή
υπερτάτης συγκινήσεως να βλέπουν οι παριστάμενοι, εντεύθεν μεν φθάνουσαν επί
τόπου την Κυρίαν Πορταϊτισσαν, εκείθεν δε ερχομένην ταυτοχρόνως τροχάδην την
παράλυτον, τελείως ιαθείσαν. Μετά την τελετήν της υποδοχής και την προσκύνησιν
της Εικόνος υπό του λαού ο Αυτοκράτωρ ηρώτησε τους απεσταλμένους της Μονής κατά
πόσον χρόνον θα ήτο δυνατόν να αφήσουν δι’ εκείνον και την Ρωσσίαν όλην την θαυματουργόν
Εικόνα και τι θα επεθύμουν ως αντάλλαγμα. Και οι απεσταλμένοι: «Μεγαλειότατε, έχομεν εντολήν παρά της Μονής
να δωρήσωμεν την σεπτήν Εικόνα προς Υμάς και το ευσεβές ρωσσικόν Έθνος, αν η
Μεγαλειότης σας ευηρεστείτο να μας παρεχώρει εν μετόχιον ενταύθα προς
οικονομικήν ανακούφισιν της Ιεράς ημών μονής, εν όσω δε υπάρχει αύτη,
ευγνωμονούσα, θα δέεται προς τον Κύριον, τόσον υπέρ Υμών, όσον και υπέρ των
διαδόχων Σας».
Και ο Αυτοκράτωρ: «Σας
παραχωρώ μίαν από τας καλλυτέρας ιστορικάς Μονάς της πρωτευούσης πλησίον των
ανακτόρων μου, παρά το Κρεμλίνον, τον Άγιον Νικόλαον, με 70 υπηρέτας, οι οποίοι
θα σιτίζωνται και θα μισθοδοτούνται από το ταμείον μου εις το διηνεκές. Θα
έχητε εν χρηματικόν επίδομα ετησίως εκ 2.500 ρουβλίων και επί πλέον το
προνόμιον της ατελείας των όσων εισάγετε και εξάγετε εκ Ρωσσίας, εφ’ όσον
υπάρχει ήλιος. Επιθυμώ δε και οι ναύλοι ακόμη των εκάστοτε απεσταλμένων σας,
μεταβιβάσεως και επιστροφής, να καταβάλλωνται υπό της Κυβερνήσεώς μου. Την δε πανσέβαστον Εικόνα της Κυρίας μου
Θεοτόκου Πορταϊτίσσης, αφού ανεγείρω περικαλλέστατον Ναόν παρά την πύλην της
πρωτευούσης μου, θα αποθησαυρίσω ταύτην εις τούτον, δια να την προσκυνούμεν και
ημείς ως πολυύμνητον Πορταϊτισσαν, θυρωρόν δηλαδή της πόλεως και φρουρόν
ολοκλήρου της Ρωσσίας».
Το εν λόγω δωρηθέν Μετόχιον διετέλεσεν υπό την κυριότητα της
Μονής Ιβήρων επί 284 έτη μέχρι του 1932, ότε εκδιωχθέντος του τελευταίου
Αρχιμανδρίτου Παϊσίου Ιβηρίτου, ηρπάγη τούτο υπό των κομμουνιστών. Εισέπραττε
δε κατ’ έτος εξ αυτού η Μονή τόσας προσόδους, ώστε μόνον σχεδόν δια των
εισοδημάτων τούτων διηυκολύνοντο πλουσιοπαρόχως πάσαι αι υλικαί αυτής ανάγκαι.
Η Εικών της Πορταϊτίσσης υπό το όνομα «Ιβέρσκαγια Μάτερ» ευρίσκεται ήδη εις τον εν Μόσχα Ναόν της
Αναστάσεως. Όταν τελευταίως είχε μεταβή εις Μόσχαν ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας,
προσκληθείς υπό του Πατριάρχου Αλεξίου επί ταις εορταίς του Ιωβηλαίου, εζήτησε
να ψάλλη παράκλησιν ενώπιον της Εικόνος ταύτης, ην παρηκολούθησαν γονυπετείς
και κλαίουσαι 50 χιλιάδες ψυχαί, παρ’ όλον τον επικρατούντα κομμουνισμόν.
Πηγή: Ιερά Μονή Ιβήρων, Ιστορικόν-Θαύματα και Παρακλητικός
Κανών της ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΠΟΡΤΑΪΤΙΣΣΗΣ, Άγιον Όρος- Άθω 1980, σ.σ. 19-24.