Κυριακή 4 Μαρτίου 2012

Διονυσίου Αεροπαγίτου


Επιστολή Δ’, Τω αυτώ Γαϊω θεραπευτή.

Πώς, φης, Ιησούς ο πάντων επέκεινα, πάσίν εστιν ανθρώποις ουσιωδώς συντεταγμένος; Ου γαρ ως αίτιος ανθρώπων ενθάδε λέγεται άνθρωπος, αλλ’ ως αυτός κατ’ ουσίαν όλην αληθώς άνθρωπος ων. Ημείς δε τον Ιησούν ουκ ανθρωπικώς αφορίζομεν· ουδέ γαρ άνθρωπος μόνον (ουδέ υπερούσιος, ή άνθρωπος μόνον), αλλ’ άνθρωπος αληθώς ο διαφερόντως φιλάνθρωπος υπέρ ανθρώπους και κατά ανθρώπους εκ της των ανθρώπων ουσίας ο υπερούσιος ουσιωμένος. Έστι δε ουδέν ήττον υπερουσιότητος υπερπλήρης ο αεί υπερούσιος, αμέλει τη ταύτης περιουσία· και εις ουσίαν αληθώς ελθών, υπέρ ουσίαν ουσιώθη, και υπέρ άνθρωπον ενήργει τα ανθρώπου. Και δηλοί παρθένος υπερφυώς κύουσα, και ύδωρ άστατον, υλικών και γεηρών ποδών ανέχον βάρος, και μη υπείκον, αλλ’ υπερφυεί δυνάμει προς το αδιάχυτον συνιστάμενον. Τι αν τις τα λοιπά, πάμπολλα όντα, διέλθοι; Δι’ ων ο θείως ορών, υπέρ νουν γνώσεται, και τα επί τη φιλανθρωπία του Ιησού καταφασκόμενα, δύναμιν υπεροχικής αποφάσεως έχοντα. Και γαρ, ίνα συνελόντες είπωμεν, ουδέ άνθρωπος ην, ουχ ως μη άνθρωπος, αλλ’ ως εξ ανθρώπων, ανθρώπων επέκεινα, και υπέρ άνθρωπον αληθώς άνθρωπος γεγονώς. Και το λοιπόν, ου κατά Θεόν τα θεία δράσας, ου τα ανθρώπεια κατά άνθρωπον, αλλ’ανδρωθέντος θεού, καινήν τινα την θεανδρικήν ενέργειαν ημίν πεπολιτευμένος.

***
Επιστολή Ι’, Ιωάννη Θεολόγω, Αποστόλω και Ευαγγελιστή, περιορισθέντι κατά Πάτμον την νήσον.

Προσαγορεύω σε την ιεράν ψυχήν, ηγαπημένε, και έστι μοι τούτο προς σε παρά τους πολλούς ιδιαίτερον. Χαίρε αληθώς ηγαπημένε, τω όντως εραστώ και εφετώ και αγαπητώ λίαν ηγαπημένε. Τί θαυμαστόν ει Χριστός αληθεύει, και τους μαθητάς οι άδικοι των πόλεων εξελαύνουσιν, αυτοί τα κατ’ αξίαν εαυτοίς απονέμοντες, και των αγίων οι εναγείς αποδιαστελλόμενοι και αποφοιτώντες; Αληθώς εμφανείς εικόνες εισί τα ορατά των αοράτων· ουδέ γαρ εν τοις αιώσι τοις επερχομένοις αίτιος έσται των εξ αυτού δικαίων αφορισμών ο Θεός, αλλ’ οι του Θεού παντελώς εαυτούς αφορίσαντες· ώσπερ και θατέρους ορώμεν εντεύθεν ήδη μετά του Θεού γιγνομένους, επειδή αληθείας όντες ερασταί, της προσπαθείας μεν αναχωρούσι των υλικών, εν πάση δε πάντων κακών ελευθερία και έρωτι θείω των αγαθών απάντων ειρήνην αγαπώσι, και τον αγιασμόν κακ της παρούσης ζωής απάρχονται της μελλούσης αγγελοπρεπώς εν μέσω ανθρώπων εμπολιτευόμενοι, ξυν απαθεία πάση, και θεωνυμία, και αγαθότητι, και τοις άλλοις αγαθοίς. Υμάς μεν ουν, ουκ αν ποτε ούτω μανείην, ως ηγήσασθαί τι πάσχειν· αλλά και τα σώματος πάθη κατά μόνον το κρίνειν αυτά διαισθάνεσθαι πιστεύω. Τους δε αδικούντας υμάς και περιορίζειν οιομένους, ουκ ορθώς του Ευαγγελίου τον ήλιον ενδίκως αιτιώμενος, εύχομαι τούτων αφεμένους, ων εφ’ εαυτούς δρώσιν, επί ταγαθόν τραπέσθαι, και προς εαυτούς υμάς εφελκύσθαι, και μεταλαβείν του φωτός. Ημάς δε ουδέ τουναντίον αποστερήσει της Ιωάννου παμφαούς ακτίνος, νυν μεν εντευξομένους τη μνήμη και ανανεώσει της σης αληθούς θεολογίας, μικρόν δε ύστερος (ερώ γαρ, ει και τολμηρόν) υμίν αυτοίς ενωθησομένους.
Αξιόπιστος δε πάντως ειμί τα προεγνωσμένα σοι εκ Θεού, και μαθών και λέγων, ότι και της εν Πάτμω φυλακής αφεθήση, και εις την Ασιάτιδα γην επανήξεις, και δράσεις εκεί του αγαθού Θεού μιμήματα, και τοις μετά σε παραδώσεις.


Πηγή: Διονυσίου Αεροπαγίτου, Περί Θείων Ονομάτων, Περί Μυστικής Θεολογίας, Επιστολές, Λειτουργία, Τόμος Β’, Εκδόσεις Π. Πουρνάρα, Θεσσαλονίκη 2005, σ.σ. 266, 268, 318, 320.